Τουν στουχάσκαν τα κουρτσούλια, ένα κι ένα (αμέσως ) σκώθκαν, νύφκαν ,αντύθκαν κι μαζί μι τουν παππού κίντσαν για του νιάημερου.Ανέφκει η Βαγγιου πανουσάμαρα με ένα τσάκνου (μικρό ξύλαράκι )να τζουνάει του γουμάρι, κι η Θανάσου στα καπούλια του χτυπούσει στα λαγκόνια (τα μαλακα μέρη κατα απο τα καπούλια ) κι του γουπάρ΄πάηνει ριβάνι (γρήγορα). Υστερα από επτα ώρες έφθασαν στου παζάρι.Έδεσαν του γουμάρι σ΄΄ενα λουμάκι (νεαρό δένδρο) Ο παππούς άφσει του κουρτσούλια να βάζ΄ν έγνοια για του γουμάρι, κι αυτός πήγει να πάρει τα ψώνια. Τα ανέγροικα κουρτσούλια αφού έβαλαν ένα σμάδι να μή χάσ΄ν του γουμάρι, ξικλέφκαν( έφυφαν κρυφά) κι πήγαν παρ΄έκια (πίο εκεί) ήταν ένας γκόρμπιτας (αρκουδιάρης )κι χάζευαν.
Όταν γύρισαν τα κουρτσούλια δεαν του ίδιου γουμάρ΄αλλά άλλου γιατ΄΄ι δεν ήταν του ίδιου σμάδι. Μάρνιασαν (πλάνταξαν στο κλάμμα).κι φώναζαν τουν παππού. Ήρθε η παππούς, γιατι γραμμένα μ΄κλαίτει ; Παππού έκλειψαν του γουμάρ΄ κι έβαλαν άλλου. Όχι γραμμέναμ΄αυτο είναι ! Όχι παππού του θκό μας είχει κι ένα άλλου μικρό πουδάρι κατ΄απου την κλιά....που πάηνει πέρα-δόθι.
Ξικουτήσκει η παππούς απ΄τα γέλια...( ΆΝΤΕ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΤΙ ΣΗΜΑΔΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου