Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Ο Γκουντής στη στρούγκα


Ήταν τα Γιωργιού που οι σμιγαταραίοι ενώνουν τα γαλάρια τους και κάνουν γαλομέτρο. Όλοι με τις φαμπλιές (φαμίλιες) και τα κούτσκα (μικρά παιδιά) βρέθηκαν χαραή-χαραή, στα Καψάλια, στο ίσιωμα, στη στρούγγα.

Φέτος ήταν στη παρέα κι ο κυρ Σίμος έμπορος γάλακτος με την κυρά Λέλα τή (Σίμαινα) για να δούν το άρμεγμα... Αφού άπλωσαν τις πλατανίες (υφαντά στρωσίδια ) ξεφόρτωσαν τα κατούνια (τσιαπράγγαλα ) έκατσαν χαυδωτά (οκλαδόν ) κι έλεγαν σιακάδια (καλαμπούρια ). Οι άντρες σν΄ αμπουριά (έξοδος της στρούγγας) με τα καρδάρια, η Γκουντής, η Μήτρος κι η Παναέτς άρμεγαν κι η Γιαννούλτ΄ς λαλούσι..

Η Γκουντίνινα ανακάτωνι το ριζόγαλο κι η παππούς γύρζι τ΄ σουγλιμάδα. Τα πιδιά έπιζαν τζιουλίκα (τσιλίκι ) και τα κουρίτσια τα τσιόκανα (παιχνίδι με πετραδάκια ). Η κ. Λέλα είχι περιέργεια να δεί πως αρμέγουντι, πήγι κουντα στο Γκουντή, που ήταν έμμορφος με μουστάκι ντιρέκι μέχρι κει πάν. Τούν τηρούσι στα μάτια κι περπέρζει τα μάτοτσίνορα σαν να χάλευει (ήθελε ) Ο Γκουντής τη στοχάσκει (αντιλήφθηκε ) τί χαλεύει.

Μόλις τελείωσε το άρμεγμα, έκατσαν για φαγητό. Ο Γκουντής κερνούσε ρακί τον κ. Σίμο, μέχρι που αποκοιμήθηκε. Η κ. Λέλα πήγε παρά πέρα τάχα για κατούρημα και διάλεξε μια ζγκούλα (φωλιά ) κάτω απο τα πουρνάρια. Ο Γκουντής πήρε το ταλαγάνι και έκανε τον κατήφορο να ακολουθήσει τα γαλάρια.

-Α΄ι κυρ Σίμινα να ΄ρθώ κι γώ να μη σι φάν τα σκλιά...Κι έτσι ανταμώθηκαν κατ΄απ΄τα πουρνάρια.. Έστρωσε ο Γκουντής το ταλαγάνι , απχάτ΄(από κάτω ) η κ. Σίμινα, αί πάν΄ ο Γκουντής. Ξύπνησε κι ο κυρ. Σίμος.... Ψάχνει να βρεί την κ. Λόλα, πουθενά. Βλέπει κάτι πουρνάρια να σειούντει (σείονται ). Πηγαίνει εκεί κοντά και βλέπει , ένα κεφάλι (τού ) Γκουντή κι τέσσερα ποδάρια (το κεφάλι της κ.Λόλας ήταν σκεπασμένο)

Έξαλλος ο κ. Σίμος ¨Τι κάνεις εκεί κυρ Χαμένε ; (ξέχασε το όνομα από την ταραχή ). Τη γυναίκα μου ; Εσύ παλιογυναίκα δεν ντρέπεσαι; Τί να κάνω αγάπη μου δεν βλέπεις δύο μέτρα άντρα μεθυσμένο βαρβάτο, μπορείς να τον κάνεις ζάφι; Σηκώνεται ο Γκουντής ήρεμος σνάζεται , φοράει το πανταλόνι, παίρνει το ταλαγάνι στον ώμο,... Αί .. κυρ μουρφουμένι δεν σ΄ν έφαγα τη γναίκα σ΄, πάρτην σφούγκστην (σφούγγισέ την ) κι πάλι θκήσ΄είνι, πάλι θκήσ .

( ΕΤΣΙ ΠΗΡΕ ΕΚΔΙΚΗΣΗ Ο ΝΤΙΝΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΓΚΟΥΝΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΟΥ )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου