Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Δεν ήταν παγκάκια, ήταν αχυρώνας!


H μπαρμπα-Νάτσιους αφού έχασι τ΄ μπάμπου, δεν χρόντσει ακόμα κι τουν έπιασι συλλουή. Η νύφ΄ ούλου τουν μπούχνιζει , έβαζει μουζαβιρλίκια , χάλευει να τουν ξικάν΄ .Φόντας έρχουνταν η Γιώρς απ΄σιαπέρα, καλή ξιδιαλιγμέν΄.
-Πίνασεις πατέρα ; Δίψασεις πατέρα ,αντύσ ΄πατέρα , έσταζει μέλι,να τ΄νακούς΄η Γιώρ΄ς.


Μόλις έφιγνει η Γι΄ώρς στα σφαχτά, σρχινούσει.. -Κινταυρώ΄σ ΄, Μπούσμπουρους να γέντς, π΄να ξιπατουθείις κι να μη φανείς, ώχτικα μι τουν ώχτικας, κι άλλα πουλλά. Τι σκαρφίσκει η μπαρμπα-Νάτσιους.. Έπισει καταής, έκανει τουν πιθαμένου.. Άνοιγει λίγου τα ματουτσίνουρα, ώχ δα πιθάνου, έλα μπάμπου να μι πάρς, θα μι φάει η χάρους η ζώντανους, η νύφη.

Αρχίντσει η μπάρμπα Νάτσιους να κατηγουράει τ΄νύφ΄. Η Γιώργινα για να μη μάθει η γειτουνιά που έρχουνταν να δεί τουν μπαρμπα-Νάτσιου, φώναζει.. Λι λι ελάτει να δείτει τι λέει η πατέρας (πεθερός ) τα΄άχασει, δεν ξέρ΄τι λέει, λέει ότι ιγώ τουν μπουχνίζου, λίλι θα τα ακούς΄του βράδυ η Γιώρ΄σ΄κι δεν έχου ζήσιμου.. Να κι η Πανάιου, η γειτόντσα.

Αφκήτητουν σι μένα δα καταλάβου ιγώ άμα τάχασει… Ω ! Νάτσιου τι φγιάντς; Ωχ πιθένου, έλα Νάτσινα να μι πάρ΄ς. Ιά γλέπου του χάρου μι μια κόσσα έρχιτει..

Δεν μι αγρουνίζ΄ιμένα, που σ έφιρα κρουμπδουκιφτέσεις ; Ποία ίσι , Ισύ είσι μα Πανάιου ; Είδιτει που μι αγρόντσει; Ιγώ είμι Νάτσιου πώς μι στουχάσκεις.. Ισένα δε δα στουχαστώ, που σι πλάκουνα σν ΑΧΥΡΩΝΑ ;
Λίλι, καλά λέτει σκιπάστει τουν δεν τουν ακουτει που παραλαλάει κι δεν ξέρει τι λέει;


Λεξικό: μπουχνίζω =κακομεταχειρίζομαι
μουζαβιρλίκια=συκοφαντίες
αγρονίζω = γνωρίζω
στουχάσκει =αντιλήφθηκε
σφαχτά = αιγοπρόβατα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου